Σύσκεψη με αντικείμενο την πορεία της Εποχικής Γρίπης στην Ελλάδα 2018-2019, πραγματοποιήθηκε σήμερα 31 Ιανουαρίου 2019, στο Υπουργείο Υγείας υπό τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Υγείας κ. Ι. Μπασκόζο, με τη συμμετοχή ομάδας επιστημόνων από το ΚΕΕΛΠΝΟ, με επικεφαλής τον Πρόεδρο κ. Θ. Ρόζενμπεργκ και εμπειρογνωμόνων από αρμόδιους φορείς.
Στη συνάντηση παρουσιάστηκαν τα τελευταία επιδημιολογικά δεδομένα της εποχικής γρίπης. Η δραστηριότητα της γρίπης την παρούσα χρονική περίοδο στη χώρα μας είναι αυξημένη όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά βρίσκεται στο αναμενόμενο πλαίσιο για την εποχική γρίπη. Μεταξύ άλλων συζητήθηκαν θέματα για την εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί φέτος με το αντιγριπικό εμβόλιο σε σχέση με προηγούμενες χρονιές. Τονίστηκε ότι το εμβόλιο καλύπτει τα κυκλοφορούντα στελέχη του ιού της γρίπης.
Η σύσκεψη κατέληξε στην ανάγκη εφαρμογής των ακόλουθων μέτρων:
- Άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου (χρόνια νοσήματα, ηλικία άνω των 60 ετών κ.τ.λ.) θα πρέπει να εμβολιαστούν ακόμη και τώρα, παρότι η συνιστώμενη περίοδος για τον εμβολιασμό είναι το φθινόπωρο κάθε έτους. Ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος προφύλαξης από τη γρίπη.
- Απαιτείται άμεση αναζήτηση ιατρικής εκτίμησης και έγκαιρης χορήγησης αντιικών, σύμφωνα με τις συστάσεις του γιατρού, α) σε ασθενείς που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και εμφανίζουν συμπτώματα γρίπης και β) σε ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα γρίπης.
- Είναι απαραίτητη η αυστηρή τήρηση των κανόνων υγιεινής, η κάλυψη του βήχα και του φτερνίσματος με χαρτομάντηλο, το σχολαστικό πλύσιμο των χεριών (ιδιαίτερα μετά από επαφή με ασθενείς), η αποφυγή συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πλήρης ανάρρωση των ασθενών μέχρι την επάνοδο στις συνήθεις δραστηριότητές τους.
Η επιδημιολογική και εργαστηριακή επιτήρηση της γρίπης συνεχίζονται από το ΚΕΕΛΠΝΟ και τα εξειδικευμένα εργαστήρια της χώρας. Η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Υγείας βρίσκεται σε επικοινωνία με όλους τους αρμόδιους φορείς για την αντιμετώπιση της αυξημένης νοσηρότητας και των νοσηλευτικών αναγκών.